Νέα μοντέλα συνεργασίας αγροτών – επενδυτών

 

agrotikigiΜε δεδομένα που αφορούν την Ελλάδα βασίζονται στη λεγόμενη «γεωργία ακριβείας», η οποία με τη βοήθεια της τεχνολογίας βελτιστοποιεί την αγροτική παραγωγή.

Με δεδομένο το εξαιρετικό κλίμα για πολλές καλλιέργειες της ελληνικής γης και την πολύ μικρή συνεισφορά πλέον του αγροτικού τομέα στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, εκτιμάται ότι οι προοπτικές ανάπτυξης της παραγωγής και των εξαγωγών είναι σημαντικότατες, ενώ οι τιμές κτήσης ή εκμίσθωσης της γης είναι αρκετά ελκυστικές ώστε να δικαιολογούν το κόστος της αρχικής επένδυσης που απαιτείται.

Σημειώνεται ότι η «γεωργία ακριβείας» προαπαιτεί τεχνολογικό εξοπλισμό σημαντικά ακριβότερο από τον συμβατικό, αφού χρησιμοποιεί δίκτυα αισθητήρων και συστήματα geoimaging και global positioning, ώστε να καθορίζει επακριβώς τις ιδανικές παραμέτρους για την ανάπτυξη της κάθε καλλιέργειας.

Μεγάλες ξένες πολυεθνικές κατασκευής και εμπορίας αγροτικών μηχανημάτων, όπως η αμερικανική John Deere, η οποία είναι πρωτοπόρος στην παραγωγή του σύγχρονου εξοπλισμού που απαιτείται, έχει -σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές- εκπονήσει σχέδιο ανάπτυξης των πωλήσεών της στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη, που ενδέχεται να υποστηριχθεί σύντομα και από δίκτυο συνεργαζόμενων γεωπόνων.

Η «γεωργία ακριβείας» είναι μέθοδος γεωργικής διαχείρισης η οποία έρχεται να αντιμετωπίσει την παραγνωρισμένη «παραλλακτικότητα», δηλαδή τις πολλές διαφορές που έχει το κάθε σημείο ενός αγροτεμαχίου, με στόχο να αυξήσει την παραγωγή, να μειώσει το κόστος της και να περιορίσει τις επιπτώσεις των εισροών στο περιβάλλον, όπως για παράδειγμα από την υπερβολική άρδευση. Η τεχνική της βασίζεται στα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών, τη Γεωργική Μηχανική, τις Μετρήσεις στο Πεδίο, τα Συστήματα Εντοπισμού Θέσης (GPS) και την Τηλεπισκόπηση.

Οι επενδύσεις που απαιτούνται στις αναπτυσσόμενες χώρες για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής έως το 2050, σε επίπεδα που να ανταποκρίνονται στην προβλεπόμενη ζήτηση, υπολογίζονται σε 83 δισ. δολάρια ετησίως. Τα ποσά αυτά αντιστοιχούν σε ανάγκη αύξησης κατά περίπου 50% σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα των επενδύσεων.

Αμοιβαία ωφέλεια
Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι επιχειρηματικά μοντέλα συνεργασίας μεταξύ μικρών αγροτών και επενδυτών (συμβάσεις καλλιέργειας) μπορεί να είναι αμοιβαίως επωφελή, να ενισχύσουν την παραγωγικότητα της γεωργίας και να αυξήσουν το βιοτικό επίπεδο των αγροτικών πληθυσμών, αναφέρει η Deutsche Bank. Υπάρχουν όμως και μεγάλα ρίσκα που συνοδεύουν τις επενδύσεις αυτές. Οι κύριες προκλήσεις είναι ο σεβασμός των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των τοπικών πληθυσμών, η διατήρηση της περιβαλλοντικής αειφορίας και η αποτροπή της μονόπλευρης ανάπτυξης της γεωργίας. Οι επενδυτές συχνά ανταγωνίζονται για γη με τις τοπικές αγροτικές κοινότητες. Το θέμα αγγίζει ασφαλώς και σημαντικά ζητήματα που σχετίζονται με την ελκυστικότητα της ελληνικής γης.

«Οι επενδύσεις σε γεωργικές εκτάσεις μπορεί να είναι μια win-win στρατηγική μόνο αν μετριαστούν οι κίνδυνοι αυτοί και εξασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη συναίνεση και στήριξη του τοπικού πληθυσμού», τονίζει η Deutsche Bank. Εκτός από τα οφέλη για τους επενδυτές και τις χώρες-στόχους, οι επενδύσεις σε γεωργικές εκτάσεις μπορεί να αποφέρουν οφέλη και για τις τοπικές κοινότητες αυξάνοντας παράλληλα την παγκόσμια γεωργική παραγωγή.

Οσον αφορά την προέλευση των κεφαλαίων, σημειώνεται πως οι κύριες πηγές κονδυλίων για γεωργικές εκτάσεις -πέραν των κερδοσκοπικών κεφαλαίων- περιλαμβάνουν εύπορες οικογένειες που παραδοσιακά διακρατούν αυξημένη ρευστότητα, γραφεία διαχείρισης πλούτου μεγάλων οικογενειών και κληροδοτήματα, μεταξύ των οποίων και πολιτιστικά ή θρησκευτικά ιδρύματα.

Η Deutsche Bank διακρίνει μια αξιοσημείωτα μεγάλη στροφή συνταξιοδοτικών ταμείων και hedge funds σε αυτή την κατηγορία περιουσιακών στοιχείων. Τα δεδομένα της Land Matrix προσδιορίζουν τέσσερα είδη επενδυτών: ιδιωτικές επιχειρήσεις, κρατικές ή δημόσιες επιχειρήσεις, επενδυτικά κεφάλαια και συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα.

Οι περισσότεροι από τους επενδυτές είναι ιδιωτικές εταιρείες (έχουν σε εξέλιξη 442 μεγάλα έργα) και έπονται κρατικές ή και δημόσιες επιχειρήσεις (με 172 έργα), τα επενδυτικά κεφάλαια (με 32 έργα) και τα ΣΔΙΤ (12 έργα).

Πηγή: Η Καθημερινή

Speak Your Mind