Ποιος σχεδιάζει την πόλη;

 

athensΤι υποστηρίζουν Ελληνες αρχιτέκτονες για τον διαγωνισμό Rethink Athens που ανατρέπει τον κυκλοφοριακό χάρτη της Αθήνας.

Αν βρεθεί κανείς τις τελευταίες ημέρες στον σταθμό του μετρό στην πλατεία Συντάγματος, συνειδητοποιεί την απελπισμένη ανάγκη των Αθηναίων να πιστέψουν σε μια διαφορετική ανάγνωση του μέλλοντός τους. Εκατοντάδες κόσμου στριμώχνονται ανάμεσα στις ελκυστικές μακέτες, τους καλοφτιαγμένους χάρτες, τα φουτουριστικά προοπτικά, τα οποία δείχνουν δρόμους και πλατείες που ξέρουν καλά (την Πανεπιστημίου, την πλατεία Κοραή, τη Σανταρόζα, την Ομόνοια), μέσα από τις μελέτες, βραβευμένες και μη, του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού Rethink Athens («Ξανασκέψου την Αθήνα») που οργάνωσε και χρηματοδότησε το Ιδρυμα Ωνάση.

Η οδός Πανεπιστημίου σήμερα, στο ύψος της Αθηναϊκής Τριλογίας. Αυτός ο μεγάλης σημασίας δρόμος της πρωτεύουσας αντιμετωπίζει προβλήματα ερήμωσης τις βραδινές ώρες, κυρίως στο τμήμα από την οδό Ιπποκράτους και κάτω.

Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, με σημείο αναφοράς την απονομή του πρώτου βραβείου στη λιτή, εύκολα εφαρμόσιμη και «πράσινη» πρόταση του ολλανδικού γραφείου Οkra, αναζωπύρωσε μια μεγάλη συζήτηση που έχει στο επίκεντρό της την πεζοδρόμηση της οδού Πανεπιστημίου. Αν και το φιλόδοξο σχέδιο προβλέπει πολύ περισσότερα (ουσιαστικά ενοποιεί έναν σημαντικό ημικυκλικό άξονα με αιχμές το Μουσείο της Ακρόπολης και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο), η αντιπαράθεση στροβιλίζεται επίμονα γύρω από την ανατροπή του κυκλοφοριακού χάρτη της Αθήνας. Οχι άδικα: το σχέδιο της ανασυγκρότησης του κέντρου της πρωτεύουσας, όπως αυτοπροσδιορίζεται το Rethink Athens, περνάει υποχρεωτικά (ή, τουλάχιστον, σύμφωνα με τους εμπνευστές του σχεδίου) από την αναθεώρηση πλήθους βεβαιοτήτων που χαρακτηρίζει δεκαετίες τώρα την αθηναϊκή ζωή. Η κρίση της Αθήνας, πιστεύουν, έχει πάει σε τόσο μεγάλο βάθος, που μας προκαλεί σε λύσεις και χειρονομίες εκτός του πλαισίου που έθρεψε την παθογένεια της πόλης. Στον αντίποδα, οι ενστάσεις εντοπίζονται κυρίως σε δύο περιοχές: ο αποκλεισμός των τροχοφόρων ευνοεί τις συνθήκες περαιτέρω ερημοποίησης του κέντρου, ενώ κριτική ασκείται για το γεγονός ότι διοχετεύονται πόροι και ενέργεια σε έναν άξονα λιγότερο προβληματικό σε σχέση με άλλες περιοχές του ευρύτερου κέντρου.

«Η ανάπλαση της οδού Πανεπιστημίου δεν αποτελεί έργο εξωραϊσμού αλλά έργο υποδομής», ισχυρίζεται ο αρχιτέκτονας Πάνος Δραγώνας, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών και επιμελητής της τρέχουσας έκθεσης με τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Rethink Athens στον σταθμό του μετρό του Συντάγματος (έως 26 Μαρτίου). «Δεν πρόκειται για ακόμη μία πεζοδρόμηση αλλά για μια ολοκληρωμένη στρατηγική αστικής ανανέωσης», προσθέτει. «Το συγκεκριμένο έργο ισχυροποιεί το κέντρο της πόλης απέναντι στην κλιματική αλλαγή, εξασφαλίζει την προσπελασιμότητα από όλους τους πολίτες και συμβάλλει στην αναζωογόνηση των δραστηριοτήτων του εγκαταλειμμένου κέντρου. Η Αθήνα μπορεί να κάνει ένα βήμα παραπέρα. Αρκεί να το πιστέψουν οι πολυάριθμες -και ετερόκλητες- θετικές δυνάμεις της πόλης».

Καλλωπισμός, αντί δικτύου
Διαφωνεί ριζικά ο επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Κώστας Μανωλίδης: «Η στρατηγική επιλογή ενός άξονα κι όχι ενός δικτύου, μιας λογικής καλλωπισμού κι όχι μιας δέσμης δομικών παρεμβάσεων, προδιαγράφει έναν γεωγραφικό τεμαχισμό που θα ακυρώσει το κέντρο ως ενιαίο οικοσύστημα με τα ενδημικά του χαρακτηριστικά και τις δυναμικές του ισορροπίες».

Προβληματισμό εκφράζει και ο πολεοδόμος Ιωάννης Πυργιώτης, γενικός γραμματέας Υποδομών και Επενδύσεων του υπουργείου Τουρισμού. Επικροτεί τη συμβολή των κοινωφελών ιδρυμάτων αλλά αναρωτιέται αν το συγκεκριμένο σχέδιο έχει σχέση με τα πραγματικά προβλήματα της πόλης. «Δεν γνωρίζω αν έχουν μελετηθεί σε βάθος οι επιπτώσεις στον συγκοινωνιακό χάρτη της πόλης. Αντί να εστιάσουμε στις περιοχές που πλήττονται από το τσουνάμι της κρίσης, πάμε να δημιουργήσουμε έναν αντίπαλο πόλο. Φοβάμαι ότι τα χιλιάδες αυτοκίνητα που θα προσπαθούν να προσπελάσουν το κέντρο από εναλλακτικές διαδρομές θα επιβαρύνουν τις γειτονιές πέριξ του κέντρου, με αποτέλεσμα να προκύπτει κίνδυνος δημιουργίας περαιτέρω προβλημάτων».

Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Μιχάλης Σκούλλος θεωρεί «μεγάλη πλάνη» την εντύπωση ότι η διέλευση αυτοκινήτων από μια κεντρική αρτηρία τής εξασφαλίζει «ζωή». «Αυτό ίσχυε σε άλλες εποχές, όταν υπήρχε δυνατότητα για άνετο παρκάρισμα και χαμηλή κυκλοφορία οχημάτων. Σήμερα στις περισσότερες περιπτώσεις ισχύει ακριβώς το αντίθετο». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο κ. Πάνος Δραγώνας: «Ο χώρος που απελευθερώνεται από την αποχώρηση των ιδιωτικής χρήσης οχημάτων αποδίδεται στα νέα μέσα μαζικής κυκλοφορίας, που καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια και δεν ρυπαίνουν το περιβάλλον, στους πεζούς, τους ποδηλάτες και τις ομάδες πληθυσμού που αντιμετωπίζουν προβλήματα κινητικότητας. Μία πόλη χωρίς αυτοκίνητα δεν είναι μια έρημη πόλη».

Επικοινωνιακή διαχείριση
Στον Πάνο Δραγώνα επισημαίνουμε τον σχετικά μικρό αριθμό συμμετοχών στον διαγωνισμό (71) και την απουσία μεγάλων γραφείων του εξωτερικού. Ο ίδιος δεν τις θεωρεί λίγες. «Τα δύο τελευταία χρόνια ο αριθμός των συμμετοχών στους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς έχει μειωθεί σημαντικά. Τα αίτια είναι προφανώς οικονομικά. Οι μεγαλύτεροι αρχιτέκτονες αδυνατούν να καλύψουν τα έξοδα των διαγωνισμών, ενώ οι νεότεροι αντιμετωπίζουν πρόβλημα επαγγελματικής (και όχι μόνο) επιβίωσης. Πολλοί από αυτούς δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσουν τα τυπικά δικαιολογητικά συμμετοχής και ειδικά τη βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας. Από την άλλη πλευρά, τα μεγάλα γραφεία του εξωτερικού αποφεύγουν τη συμμετοχή σε σύνθετους διαγωνισμούς δύο φάσεων, καθώς τους προσφέρονται πολλές δυνατότητες συμμετοχής σε κλειστούς διαγωνισμούς με πολύ καλύτερες προοπτικές επιτυχίας».

Για τον κ. Κώστα Μανωλίδη το ζήτημα είναι πολιτικό: «Οι τελευταίες κυβερνήσεις και δημοτικές αρχές αδιαφόρησαν κραυγαλέα για την εξεύρεση κινήτρων και ρυθμίσεων που θα ζωντάνευαν τα κύτταρα του ημιθανούς κέντρου. Σε αυτήν τη συγκυρία, ο διαγωνισμός για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου ήρθε να σώσει τα προσχήματα, όμως με στόχευση πρωτίστως επικοινωνιακή. Η έγνοια του ήταν να αποκαταστήσει την καταρρακωμένη εικόνα της Αθήνας σε ένα διεθνές ακροατήριο, παρά να δρομολογήσει μια αστική ανασυγκρότηση επαναφέροντας τη λειτουργική ποικιλότητα και τις κοινωνικές ωσμώσεις που προϋπήρχαν. Αντίθετα, η βασική σύλληψη του διαγωνισμού ενέχει την ιδέα ενός διαχωρισμού. Η γραμμική ανάπλαση επιδιώκει να διασφαλίσει μια ελκυστική ζώνη διέλευσης για τουρίστες και επισκέπτες, έναν αποστειρωμένο θύλακα σε ένα άναρχο κέντρο που νοσεί από την εγκατάλειψη και την παραβατικότητα».

Σίγουρα η οδός Πανεπιστημίου δεν αποτελεί το πιο προβληματικό σημείο της σημερινής Αθήνας, συμφωνεί ο κ. Πάνος Δραγώνας. «Ομως η ανανέωση μιας παρηκμασμένης πόλης δεν είναι αναγκαίο να ξεκινήσει από τα πλέον υποβαθμισμένα σημεία της. Στρατηγικά είναι πιο ορθό να δοθεί προτεραιότητα σε περιοχές που έχουν τη δυνατότητα θεαματικής αναβάθμισης ώστε η δυναμική τους να παρασύρει την ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα της πόλης».

Απογοητευμένος από τα αποτελέσματα του διαγωνισμού δηλώνει ο κ. Κώστας Μανωλίδης, ο οποίος σπεύδει να χαρακτηρίσει την πρόταση των βραβευμένων Ολλανδών «δραματικά λιποβαρή». «Με μια αγέρωχη παράθεση σχεδιαστικών κοινοτοπιών, παρέκαμψαν όλες τις έλξεις από το ιστορικό ίζημα της πόλης κι από τα γηγενή αρχέτυπα κοινωνικής συνοχής. Δεν είναι τυχαίο πως ο άνευρος καθωσπρεπισμός του σχεδιασμού καλωσορίστηκε από μια πολιτική ηγεσία αλλεργική στις απρόβλεπτες τροπές της κοινωνικής ενεργητικότητας. Χωρίς να υποτιμώ την αξία του πρασίνου και των πεζοδρομήσεων, βλέπω σε όλο αυτό το νοικοκύρεμα μια απατηλή λύτρωση. Σαν ενέσεις μπότοξ που σβήνουν τις ρυτίδες της πόλης ακινητοποιώντας το πρόσωπό της σ’ ένα παγωμένο χαμόγελο». Το κύριο, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα που έθεσε εξαρχής ο διαγωνισμός Rethink Athens ήταν: Ποιος σχεδιάζει την πόλη; Με ποιο στόχο και σε ποιο βαθμό; Η απάντηση για μένα είναι αυτονόητη: Κανείς αρχιτέκτων μόνος του. Η Ιστορία μάς έχει διδάξει με βεβαιότητα πως η πόλη δεν μπορεί να αποτελέσει σχεδιαστικό αντικείμενο ενός μόνο αρχιτέκτονα, ανεξάρτητα από την αξία του, παρά συλλογικό δημιούργημα, συνταίριασμα έργων πολλών και διαφορετικών αρχιτεκτόνων. Ακόμη, η πόλη, μέσω της αρχιτεκτονικής, αποτελεί προβολή των κυρίαρχων ιδεολογιών και αντιλήψεων της εκάστοτε εξουσίας, που μεταλλάσσονται στον χρόνο τροποποιώντας την και μετασχηματίζοντάς την.

Το Rethink Athens επιχειρεί να σχεδιάσει, δηλαδή να τροποποιήσει τον χαρακτήρα της Αθήνας και μάλιστα του πιο ιστορικού και συμβολικού τμήματός της, εκείνου που, μέσω της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας του νεοκλασικισμού, αποτελεί έως σήμερα την κατ’ εξοχήν χωρική έκφραση του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Η κλίμακα της προτεινόμενης επέμβασης ξεπερνά κάθε προηγούμενο όριο: κανένας αρχιτέκτων μόνος του δεν κλήθηκε, ποτέ ώς τώρα, να σχεδιάσει τόσο φιλόδοξα, σε τέτοια κλίμακα, την Αθήνα. Και υπήρξαν πολλοί παγκοσμίως καταξιωμένοι αρχιτέκτονες, που σχεδίασαν τμήματά της: από τους αδελφούς Χάνσεν στα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τους Tschumi, Calatrava και Piano σήμερα.

Τα σχέδια του 1833 και 1834
Η πολεοδομική ιστορία της Αθήνας αρχίζει και τελειώνει στα δύο πολεοδομικά σχέδια του 1833 και 1834. Το πρώτο, από τους Κλεάνθη και Schaubert, τροποποιείται από το δεύτερο που σχεδιάζει ο Klenze και υλοποιείται με μεγάλες τροποποιήσεις, καθώς η πόλη, ως δυναμικό σώμα, αντιστέκεται στον εκ των προτέρων προσδιορισμό της. Τα σχέδια αυτά αποτελούν σχέδια γενικής διάταξης (master-plans) που οργανώνουν την πόλη καθορίζοντας την αναφορά στην Ακρόπολη, τους κύριους οδικούς άξονες, τις πλατείες, το ανάκτορο. Ο Klenze δεν θα σχεδιάσει τα τμήματα του σχεδίου του, άλλοι αρχιτέκτονες θα κληθούν να το κάνουν: ο Gaertner, οι Χάνσεν, ο Καυτατζόγλου και άλλοι.

Το Rethink Athens ταυτίζει την πολεοδομική οργάνωση με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό συμπιέζοντας σε μία, δύο κλίμακες που είναι ασύμβατες: την πολεοδομική (που έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του συγκεκριμένου τμήματος της πόλης και την οργάνωσή του) και την αρχιτεκτονική (που έχει να κάνει με τον χωρικό προσδιορισμό και τη μορφή των επιμέρους κομματιών του). Ο διαγωνισμός αναζητεί έναν και μοναδικό αρχιτέκτονα που θα προτείνει και τα δύο ταυτόχρονα («όλα σε ένα»), για το πιο ιστορικό τμήμα της πρωτεύουσας, τη στιγμή που είναι αυτονόητο πως η επιλογή της πολεοδομικής πρότασης έπρεπε να προηγηθεί της αρχιτεκτονικής.

Αυτό είναι το εγγενές, ανεπίλυτο, πρόβλημα του διαγωνισμού και ο λόγος της αποτυχίας του σε ό,τι αφορά την ποιότητα των βραβείων αλλά και τον αριθμό των συμμετοχών – μόνο εβδομήντα μία υποβληθείσες προτάσεις, χωρίς τη συμμετοχή διεθνώς καταξιωμένων αρχιτεκτόνων, σε έναν διεθνή διαγωνισμό με εξαιρετική επικοινωνιακή υποστήριξη. Με έναν περίεργο τρόπο, το πρώτο βραβείο εκφράζει αυτό ακριβώς το ανεπίλυτο πρόβλημα. Προτείνει την οργάνωση της Πανεπιστημίου με βάση μια σαφή δομή παράλληλων ζωνών: κίνηση πεζών, τραμ, πράσινο, κίνηση ποδηλάτων, χώροι δραστηριοτήτων με στόχο τη δημιουργία ενός πεζόδρομου-πάρκου. Οταν όμως καλείται να παρουσιάσει αρχιτεκτονικές ιδέες για τον σχεδιασμό των επιμέρους δημόσιων χώρων της πόλης (πλατεία Ομονοίας, πλατεία Δικαιοσύνης, οδός Κοραή), η έλλειψή τους είναι περισσότερο από φανερή. Η Ομόνοια, το ένα από τα δύο κέντρα της πρωτεύουσας, αποψιλωμένη από κάθε ιστορική αναφορά, μετατρέπεται σε συνοικιακή κατάφυτη πλατεία.

Η κυρίαρχη ιδεολογία
Ποια είναι όμως η κυρίαρχη ιδεολογία που προβάλλεται μέσα από τις κατευθυντήριες γραμμές του διαγωνισμού και την επακόλουθη επιλογή του πρώτου βραβείου; Η πεζοδρόμηση του άξονα από την Αμαλίας έως την πλατεία Αιγύπτου και η μετατροπή του σε ένα νέο υβρίδιο πεζόδρομου-πάρκου στο μέσον του πυκνού αστικού ιστού δεν μπορεί παρά να στοχεύει στην απεμπόληση της πολιτικής, ιδεολογικής του διάστασης. Ο πιο συμβολικός άξονας της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους απο-πολιτικοποιείται και κατακερματίζεται σε χώρους «πρασίνου» με στόχο την εξουδετέρωσή του.

Ποιος όμως κατέληξε σε αυτήν την επιλογή; Αποτελεί μια συνειδητή επιθυμία της Πολιτείας ή απλά δεν συζητήθηκε ποτέ, δεν έγινε αντιληπτή η κατεύθυνση αυτή; Για την κοινωνία της κρίσης καταπτοημένη και εξουθενωμένη και μια πόλη εξαιρετικά φθαρμένη, η υπόσχεση ενός νέου «πράσινου άξονα» εμφανίζεται ως μια λύση, μια διαφυγή. Το επιλεγμένο πρώτο βραβείο το αποδεικνύει. Η απουσία αρχιτεκτονικής ιδέας και η πλήρης άγνοια της Ιστορίας της Αθήνας -η πόλη ως «ευφυές τοπίο», ένα παλίμψηστο συλλογικής μνήμης, που θα επέτρεπε την «προσγείωση» ή την «αγκύρωση» της πρότασης στην πόλη και θα της προσέδιδε αξία σε ένα τοπικό αλλά και σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο, κάτι προφανώς αναμενόμενο λόγω της σημασίας του έργου- καλύπτονται πίσω από τη μεγιστοποίηση του «πράσινου» χαρακτήρα της: εκτεταμένες δενδροφυτεύσεις συνοδευόμενες από μεγάλες επιφάνειες νερού.

Το «πράσινο» αποτελεί το πιο διαδεδομένο σύγχρονο αρχιτεκτονικό κλισέ, είναι α-πολιτικό και έτσι «προστατεύει» την πρόταση από την όποια κριτική, την τοποθετεί στο απυρόβλητο, προσφέρει εκ των προτέρων συναίνεση, υπόσχεται ευφορία, χαρά, συμμετοχή όλων, τη δημιουργία κοινότητας: η οικολογία λοιπόν στη θέση της αρχιτεκτονικής, ο αστικός δημόσιος χώρος ως ένα υβρίδιο πάρκου, ο αρχιτέκτων ως νεόκοπος περιβαλλοντολόγος, οργανωτής «πράσινων» μικροπεριβαλλόντων.

Για ποιο όμως κοινό σχεδιάζεται αυτή η «παλλόμενη πράσινη και προσβάσιμη καρδιά» της πόλης, όπως περιγράφουν την πρότασή τους οι αρχιτέκτονες του πρώτου βραβείου; Υπάρχει η κοινωνική ομοιογένεια που προϋποθέτει και υπόσχεται; Ποιος θα χρησιμοποιεί την «πράσινη καρδιά» και πότε; Θα υπάρχει πυκνότητα χρήσης τα βράδια σε αυτά τα νέα υβρίδια πάρκων ή θα μετατραπούν γρήγορα σε χώρους ανοίκειους; Ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν. Το μόνο σίγουρο είναι πως, στην εποχή της κρίσης, την πόλη καλούνται να σχεδιάσουν οι κηποτέχνες.

Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΙΣΩΠΟΥ* * Ο κ. Γιάννης Αίσωπος είναι πρόεδρος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών.

Πηγή: Η Καθημερινή

Speak Your Mind